*«Παρακμιακή η κατάταξη της Ελλάδας στη θέση 108 αναφορικά με την ελευθερία του τύπου. Ζούμε την έκπτωση του δημοκρατικού κανόνα, τη διολίσθηση σε γκρίζες περιοχές, όπου το κράτος δικαίου φθείρεται και διαφθείρεται, όπου η συγκάλυψη καθίσταται κοινή λογική».
Ομιλία Δώρας Αυγέρη στο 17ο Δημοσιογραφικό Συνέδριο της Σαμοθράκης, στις 22.10. 2022, στη θεματική ενότητα: «Δημοσιογράφοι στο στόχαστρο. Απειλές, βία και επιθέσεις».
Το 17 ο δημοσιογραφικό συνέδριο της Σαμοθράκης είναι γεγονός. Ο θεσμός του δημοσιογραφικού συνεδρίου της Σαμοθράκης αναβιώνει. Οι προσπάθειες ευοδώθηκαν. Και θα πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα σε όλες και όλους όσοι συνέβαλαν ώστε ο δημοσιογραφικός κόσμος στην Ελλάδα να ξαναβρεί ένα κοινό βήμα διαλόγου για το παρόν και το μέλλον της δημοσιογραφίας.
Πέρασαν τρία και κάτι χρόνια από τότε που μαζί με κλιμάκιο του ΣΥΡΙΖΑ του νομού Έβρου είχαμε επισκεφτεί το νησί μετά τον πολυήμερο, καλοκαιρινό, ακτοπλοϊκό αποκλεισμό του. Η πρόταση-επιστολή προς την ΕΣΗΕΜ-Θ και την Αντιπεριφέρεια Έβρου για την αναβίωση του συνεδρίου ήταν το απόσταγμα των επαφών με τους ανθρώπους και τους φορείς του νησιού, του ακούσματος της κραυγής αγωνίας τους. Όπως είχα πει τότε, η σταθερή παρουσία του δημοσιογραφικού κόσμου αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο παρακολούθησης οποιασδήποτε πολιτικής ασκείται ( ή δεν ασκείται), ώστε το νησί να μην βρεθεί ούτε στιγμή αποκομμένο και απομονωμένο απο την υπόλοιπη Ελλάδα.
Κατά συνέπεια, έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία το ό,τι το συνέδριο επιστρέφει στην καρδιά του φθινοπώρου. Αποδέχτηκα με χαρά την τιμητική πρόσκληση των διοργανωτών να είμαι πρώτη ομιλήτρια στο πρώτο τραπέζι των ομιλητών με το οποίο ανοίγουν οι εργασίες του συνεδρίου. Με την ελπίδα να έχει ούριους ανέμους και να ταξιδεύει για πάντα!
Σήμερα συμμετέχω με την διττή ιδιότητα. Της δημοσιογράφου- πολιτικού, βουλευτή.
Την τελευταία φορά που είχα έρθει στο νησί ως σύνεδρος, με την ιδιότητα του δημοσιογράφου, ήταν το καλοκαίρι 1996, στο συνέδριο στο οποίο έσκασε μάλιστα η είδηση του θανάτου του Ανδρέα Παπανδρέου και έληξε άρον-άρον. Το επισκέφθηκα ξανά, αλλά με την ιδιότητα της βουλευτή και Αν. Τομεάρχη Εσωτερικών αρμόδιας για θέματα Μακεδονίας- Θράκης, τον Αύγουστο του 2019. Όταν ο ακτοπλοϊκός αποκλεισμός έκανε ακόμη πιο εκκωφαντική την απουσία του συνεδρίου και την ανάγκη επιστροφής του.
Αν πριν τρία χρόνια ήταν ιδέα ώριμη, σήμερα είναι ανάγκη επιτακτική να καταθέσουμε με ειλικρίνεια τις απόψεις μας για τα τι και πώς του επαγγέλματός μας, κατ’ άλλους καλοκάγαθου λειτουργήματος, που αντέχει στον χρόνο και την περιρρέουσα παρακμή, κατ’ άλλους παροχή κακών υπηρεσιών που δεν αντέχουν κριτικής.
Η άσκηση της δημοσιογραφίας σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον διαρκούς ροής πληροφοριών και τεχνολογικής εξέλιξης, προκαλεί το κριτικό βλέμμα του κοινού· όχι μόνο για τις πράξεις μας αλλά και για τις παραλείψεις μας, όχι μόνο για τη φωνή μας αλλά και για τις σιωπές μας.
Ας εκμεταλλευτούμε, λοιπόν, αυτήν την ευκαιρία για να μιλήσουμε ξεκάθαρα: για το πού βρισκόμαστε και το πού πατάμε. Για το τι εννοούμε ενημέρωση, για το τι κατανοούμε ως κοινωνική συνθήκη, για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον έλεγχο της εξουσίας, αν κάτι τέτοιο έχει νόημα να λέγεται και να επιδιώκεται στις μέρες μας. Γιατί, επιτρέψτε μου εδώ να τοποθετηθώ και να πω ότι η έννοια του ελέγχου της εξουσίας, η έννοια της λογοδοσίας και η αμφίδρομη σχέση τους (έλεγχος και λογοδοσία), μοιάζουν να έχουν χάσει το νόημά τους τα τελευταία χρόνια. Κι αυτό δεν είναι μια θεωρητική εικασία, αλλά μία διαπίστωση επί του πεδίου.
Αυτήν την αντιστροφή των ρόλων την είδαμε για παράδειγμα στο σκάνδαλο της Novartis, αλλά και στο σκάνδαλο μέσα στο σκάνδαλο, που είναι η εν εξελίξει απόπειρα συγκάλυψης του σκανδάλου της Novartis. Οι ελεγχόμενοι έγιναν κατήγοροι και οι ερευνητές δημοσιογράφοι κόντεψαν να καθίσουνε στο σκαμνί γιατί ερεύνησαν το σκάνδαλο και την εμπλοκή πολιτικών προσώπων.
Κάθε απόπειρα συγκάλυψης ευνοείται από την αντιστροφή των ρόλων. Αλλά, είναι η απουσία δικαιοσύνης που επιτρέπει τελεσίδικα την αντιστροφή των ρόλων: οι ένοχοι να γίνονται κατήγοροι και οι ελεγχόμενοι ελεγκτές και τιμητές των πάντων. Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες μιας ανομολόγητης και σκοτεινής προσπάθειας αντιστροφής των ρόλων στην συγκλονιστική υπόθεση του Κολωνού.
Κάποιο απερίγραπτο υποσύστημα εξουσίας κλείνει το μάτι σε ταπεινότατα ένστικτα τηλεθέασης, ενοχοποιώντας τα θύματα μέσω της ηθικής τους εξόντωσης και απενεχοποιώντας κατά το δυνατόν τους θύτες. Παρατηρείται σε κάθε αποκάλυψη εγκλήματος, όπου η υπεράσπιση και δικαίωση του θύματος –συνήθως ενός αδύναμου προσώπου, μιας γυναίκας, ενός αλλόφυλου, αλλότριου και κατατρεγμένου– έρχεται σε σύγκρουση με τις αυθαίρετες παραδοχές κάποιας μικρότερης ή μεγαλύτερης εξουσίας. Θυμηθείτε ποιοι υψηλά ιστάμενοι αντέδρασαν στη δίκη Τοπαλούδη ή πως στη δίκη Λιγνάδη δημοσιογράφοι βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα επειδή έκαναν αυτό που επιτάσσει η δεοντολογία. Κατανοούμε όλοι πως στο δημοσιογραφικό επάγγελμα δεν θα έπρεπε να διεκδικούμε ρόλο εισαγγελέα και δικαστή, πόσο μάλλον αστυνομικού οργάνου της τάξεως.
Οφείλουμε, όμως, να έχουμε πάντα κατά νου τα σοφά λόγια του Τζέρεμι Μπένθαμ που αναδημοσιεύτηκαν στα Ελληνικά Χρονικά του Μάγερ κατά τα πρώτα επαναστατικά χρόνια: «Η δημοσίευσις είναι η ψυχή της δικαιοσύνης». Δεν είμαστε σώμα δικαιοσύνης, αλλά συλλειτουργούμε επί κάθε δημόσιου κι ελεύθερου βήματος για τη διατήρηση της ψυχής της δικαιοσύνης. Ή, τουλάχιστον, έτσι θα έπρεπε να πράττουμε, αν υποθέσουμε ότι ως δημοσιογραφικό σώμα διατηρούμε ακόμα το κοινωνικό ένστικτο και την ενσυναίσθηση που απαιτείται για την αναγνώριση και κατανόηση των ανθρωπίνων δραμάτων.
Αν, πράγματι, το διατηρούμε, τότε δεν μπορεί να μην καταλαβαίνουμε ότι τα δράματα αυτά έχουν πηγή την αδικία. Και δεν μπορεί παρά να στεκόμαστε στο πλευρό του αδικημένου. Δεν θα πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες: ο κόσμος των αδικημένων και των αδυνάμων καταλαβαίνει την απουσία της δικαιοσύνης. Σε αντιδιαστολή με την πανταχού παρούσα δικαστική εξουσία, την οποία αυτός ο κόσμος βιώνει στο πετσί του πολλές φορές με τρόπο απογοητευτικό και βίαιο.
Αυτομάτως –έχει δείξει η ιστορία– ότι ο κόσμος αυτός αποστρέφει το βλέμμα του από το σώμα της δικαιοσύνης και το κατευθύνει στη ψυχή της, στη δημοσίευση, στον δικό μας τόπο, εκεί όπου κατοικοεδρεύει το δικό μας λειτούργημα. Όμως, σ’ αυτόν τον τόπο κατοικούν και εξαιρετικά πνεύματα αλλά και απεχθή δαιμόνια.
Τι σημαίνει να είσαι δημοσιογράφος σήμερα; Τι σημαίνει να είσαι κάθε φορά αγγελιοφόρος ειδήσεων που σχεδόν πάντα αφορούν τρόπους, τεχνάσματα και πατέντες με τα οποία επιβάλλεται η εξουσία των λίγων στους πολλούς; Τι σημαίνει να είσαι δημοσιογράφος σε μια εποχή όπου η δημοκρατία συρρικνώνεται υπό την πίεση άλλοτε του βαθέως κράτους κι άλλοτε των αγορών; Η παρακμιακή κατάταξη της Ελλάδας στη θέση 108 αναφορικά με την ελευθερία του τύπου, όπως την καταγράφουν έγκυρα οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα και την αποδέχονται επισήμως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, δείχνει ότι μια μεγάλη κοινότητα συναδέλφων δημοσιογράφων ανά τον κόσμο αναγνωρίζει ότι υπάρχει αντικειμενικό πρόβλημα στη χώρα μας. Υπάρχει πρόβλημα στην Ελλάδα.
Δεν είμαστε, ασφαλώς, η θλιβερή εξαίρεση σε μία γενικευμένη συνθήκη υποχώρησης δικαιωμάτων όπως: των ατομικών ελευθεριών, των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων όπως αυτό του συνέρχεσθαι, αλλά και του δικαιώματος –του πανανθρώπινου αιτήματος– για δημόσια, δωρεάν υγεία και παιδεία, για το δικαίωμα του ικέτη στο άσυλο, εν τέλει για το δικαίωμα στη ζωή, που κατασυντρίβεται σε τείχη εξωτερικά αλλά και εσωτερικά εντός των κοινωνιών. Δεν είμαστε η θλιβερή εξαίρεση σ’ αυτήν τη συνθήκη. Αλλά είμαστε μια ιδιαίτερα κακή εκδοχή αυτής της συνθήκης παγκοσμίως και, μάλιστα, η χειρότερη εκδοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν θα πρέπει να αδικήσουμε το σώμα των δημοσιογράφων αποδίδοντάς τους αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτή την κατάντια. Απεναντίας, θα πρέπει να είμαστε δίκαιοι ως προς τον επιμερισμό των ευθυνών, αποδίδοντας τα του Καίσαρος τω Καίσαρι ή – για να το παραφράσω το βιβλικό ρητό– τα του Μωυσέως τω Μωυσή.
Η ενός ανδρός αρχή, η ανεξέλεγκτη, φαύλη και αυτοκαταστροφική εξουσία εκδοτών, οικονομικών και κυβερνητικών παραγόντων έχει διαβρώσει το δημοσιογραφικό έργο. Όποιος δημοσιογράφος ή δημοσιογραφική ομάδα τολμά με στοιχεία και καίρια ερωτήματα να θέσει το δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, αμέσως βρίσκεται να αντικρίζει το υψωμένο δάχτυλο κάθε μεγάλης ή μικρότερης εξουσίας.
Είναι απίθανο, αλλά αυτή τη στιγμή που μιλάμε τα θύματα των παράνομων υποκλοπών αντιμετωπίζουν την εκδίκηση του θύτη. Ο πρωθυπουργικός ανιψιός αναδείχθηκε προχθές SLAPP πολιτικός της χρονιάς από ΜΚΟ που ασχολείται με ζητήματα φίμωσης και καταχρηστικές αγωγές, για την αγωγή με την οποία ζητά μισό εκατομμύριο ευρώ από τους Reporters United, την Εφημερίδα των Συντακτών, και τριών δημοσιογράφων. Δείτε εδώ ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο αντιστροφής των ρόλων. Και δείτε πώς, τελικά, ύψιστη επιδίωξη αυτής της ανωμαλίας στην απόδοση δικαιοσύνης και πολιτικών ευθυνών δεν είναι παρά η πειθάρχηση του υπολοίπου σώματος των δημοσιογράφων στην προειδοποίηση: «Δείτε τι παθαίνουν οι συνάδελφοί σας!»
Δυστυχώς, στη θέση του επιτιμητικού δάχτυλου βρίσκεται ολοένα και πιο συχνά το βαρύ χέρι της καταστολής. Πόσες φορές δημοσιογράφοι δεν κινδύνευσαν από την αλόγιστη χρήση βίας των ΜΑΤ.
Αντικρίζουν, λοιπόν, οι δημοσιογράφοι σήμερα το υψωμένο δάχτυλο, το υψωμένο γκλομπ, αλλά–να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας– αντικρίζουν και το απειλητικό όπλο του εκβιαστή, του παρακρατικού, του εγκληματία, του πληρωμένου δολοφόνου. «Δημοσιογράφοι στο στόχαστρο. Απειλές, βία και επιθέσεις». Μιλάμε για αυτό. Και δείτε την απίθανη περίπτωση Φουρθιώτη. Έχασε την αστυνομική προστασία, σκηνοθέτησε επίθεση στο σπίτι του προκειμένου να ξαναπάρει την αστυνομική προστασία, προκύπτει ότι στο συμβόλαιο της επίθεσης περιλαμβάνεται και συμβόλαιο θανάτου κατά του εκδότη Βαξεβάνη, ο Φουρθιώτης καταδικάζεται σε 26 μήνες με αναστολή για δύο πλημμελήματα, ηθική αυτουργία κατά συρροή σε παράνομη οπλοφορία από κοινού και για ψευδή καταγγελία στις αρχές. Μόνο ηθική αυτουργία και όχι συγκρότηση συμμορίας γιατί; Γιατί, τους είπε να στήσουν μια επίθεση, αλλά όχι και Καλάσνικοφ. Αδιανόητα πράγματα, απίθανα πράγματα.
Ποιος, άραγε, δημοσιογράφος θα τολμήσει να ασχοληθεί με παρόμοια περίπτωση; Στη δε υπόθεση Λιγνάδη έρχεται ο συνταγματολόγος Αλιβιζάτος και λέει «αν δεν κάνω λάθος καταδίκη σε κάθειρξη 13 ετών με αναστολή εκτελέσεως δεν έχει γίνει στην Ελλάδα από την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Κάτι έγινε εκεί». Αν κάτι έγινε εκεί, ποιο είναι το μήνυμα που στέλνει το σύστημα στους δημοσιογράφους που έκαναν τις αποκαλύψεις, αλλά και προς τα θύματα που τόλμησαν να μιλήσουν κόντρα σε θεούς και δαίμονες; Στη Μάλτα η δολοφονία της Καρουάνα Γκαλίθια εξιχνιάστηκε, οι σκιές όμως για τις πολιτικές ευθύνες, που αναδείχθηκαν από την έρευνά της, παραμένουν.
Στην Ελλάδα, το όνομα του Γιώργου Καραϊβάζ τείνει να ξεχαστεί εντελώς, σαν να μην υπήρξε δημοσιογράφος με τέτοιο όνομα στα μέρη μας. Δεν είμαστε δικαστές, δεν είμαστε το σώμα της δικαιοσύνης που θα αποφανθεί για την αθωότητα ή την ενοχή.
Είμαστε, όμως, η ψυχή της δικαιοσύνης που αντιλαμβάνεται και καταλαβαίνει ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας. Κάτι σάπιο υπάρχει στις φιλελεύθερες δημοκρατίες μας, που τις μετατρέπει σε κατ’ όνομα επικράτειες του δικαίου και εν ευθέτω χρόνω τις καθιστά ντε φάκτο δυστοπίες της συγκάλυψης και της ομερτά. Θα ενθυμείστε πως αυτό το σάπιο περιγράφηκε σ’ ένα πρόσφατο δημοσίευμα των New York Times που δεν δίστασε να το δει κατά πρόσωπο και να το αναγνωρίσει σε πολιτικές επιλογές και σε τρόπους άσκησης της εξουσίας από την κυβέρνηση.
Είναι, επίσης, εύλογο κανείς να αναρωτιέται για τις σκοπιμότητες και τα λεπτά όρια ανάμεσα στην αποτύπωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, του βιώματός αυτής και της ερμηνείας τους.
Στις μέρες μας, όμως, και για να είμαι ακριβής, στις δεκαετίας που άνθισαν και σάπισαν τα νεοφιλελεύθερα πειράματα, η εξουσία είναι ακραία, μετέρχεται ακραίων μεθόδων και παράγει ακραία τετελεσμένα που δεν είναι δυνατόν να αποσιωπηθούν. Με τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν χιλιάδες, δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας και συνάνθρωποί μας ασχολούνται ολοένα και λιγότεροι δημοσιογράφοι και ολοένα και περισσότεροι επικοινωνιολόγοι. Γιατί, άραγε;
Μια απάντηση είναι γιατί, την ώρα που οι πολίτες παντού στον κόσμο βιώνουν την αυθαιρεσία των ισχυρών, την αλαζονεία των εξουσιαστών, την παρακμή του δημόσιου λόγου, την απουσία εναλλακτικών και νοήματος, τους οικονομικούς μονόδρομους και τα εφήμερα υποκατάστατα/ψευδαισθήσεις που πουλιούνται χύδην στις οθόνες, οι δημοσιογράφοι εμφανίζονται να ελέγχουν τους πολίτες αντί να ελέγχουν τις κυβερνήσεις. Οπότε, την καταγραφή των δημοσίων πραγμάτων αναλαμβάνουν ειδικοί της επικοινωνίας που εντέλλονται να τα καλλωπίσουν, να τα πουλήσουν κατά πώς επιτάσσουν οι σχεδιασμοί μιας κυβέρνησης ή μιας μεγάλης επιχείρησης. Αναλογιστείτε εδώ ότι κάθε μεγάλη κρίση τα τελευταία χρόνια επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί όχι ως αδιέξοδο του συστήματος, αλλά ως ασυμβατότητα των πολιτών.
Ακούγεται απίθανο, αλλά στον δημόσιο λόγο τα τελευταία χρόνια δεν προσαρμόζονται τα συστήματα στις ανάγκες των πολιτών, αλλά οι πολίτες στις ανάγκες των συστημάτων. Κι αυτό ορίζεται εκ νέου ως δήθεν δημοκρατικός κανόνας. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση των εκδικητικών αγωγών, των SLAPPS (Strategic Lawsuits Against Public Participation), στρατηγικές αγωγές ενάντια στη συμμετοχή του κοινού.
Όπως προείπα για την περίπτωση Δημητριάδη, αλίμονο στους δημοσιογράφους που παραμένουν πιστοί στο καθήκον της έρευνας και τολμούν να αποκαλύψουν την αλήθεια κόντρα στα συμφέροντα μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και πολιτικών που τα επωάζουν. Θα βρεθούν απολογούμενοι. Όπως η δημοσιογράφος Σταυρούλα Πουλημένη που βρίσκεται αυτή την στιγμή στην αίθουσα ως σύνεδρος. Και φτάνουμε στο σημείο να λέμε ότι θα αναζητήσουν το δίκιο τους στην Ευρώπη, στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γιατί, παρά τις αντινομίες και αντιφάσεις της, σε ζητήματα ελευθεροτυπίας, δικαιωμάτων και δημοκρατικού κεκτημένου δεν έχουμε πού αλλού να απευθυνθούμε παρά μόνο σε αυτήν την Ευρώπη. Για πόσο, άραγε;
Συνήθως, για τους Έλληνες πολίτες αυτή η διαφυγή προς την Ευρώπη συνέβαινε σε εποχές καθεστωτικής ανελευθερίας. Δεν ζούμε σε χούντα, όπως ενδεχομένως το θυμικό κάποιων να υπερβάλλει, αλλά ζούμε την έκπτωση του δημοκρατικού κανόνα, τη διολίσθηση σε γκρίζες περιοχές, όπου το κράτος δικαίου φθείρεται και διαφθείρεται, όπου η συγκάλυψη καθίσταται κοινή λογική. Κι ενώ δεν έχουμε καταληφθεί πλήρως από τα αντιδημοκρατική στοιχεία που φύονται στον πυρήνα των κρατικών θεσμών, υποφέρουμε εν τούτοις από την απροκάλυπτη δημόσια παρουσία τους.
Παράγοντες εξουσίας ή απολογητές της εξουσίας επιβάλλουν ως κοινή λογική τον ρατσιστικό, μισαλλόδοξο, αντικοινωνικό κι απάνθρωπο λόγο τους, έχοντας πιάσει στασίδι prime time. Η αντι-λογική της απουσίας εναλλακτικής, της μη εναντίωσης στο σύστημα και, ταυτοχρόνως, της αναζήτησης εχθρών στους πιο αδύναμους τριγύρω μας περνάει από τις οθόνες στα σαλόνια κι από ‘κει στους χώρους εργασίας και τις πλατείες, στους χώρους όπου συγχρωτιζόμαστε καθημερινά και ακονίζουμε το βλέμμα μας στους άλλους.
Κάποιοι αντί να ακονίζουν το βλέμμα ακονίζουν μαχαίρια, ο εκφασισμός λειτουργεί ύπουλα και υπόγεια, μιας και έφτασαν δημοσιογράφοι - παράγοντες της εξουσίας να αναρωτιούνται αν τον Φύσσα τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο. Να μην τα ξεχνάμε αυτά.
Εδώ, βέβαια, έχουμε φτάσει στο σημείο ο πατέρας Πλεύρης να χαιρετά απανωτές φορές ναζιστικά μέσα στο δικαστήριο και να μην αντιδρά κανένας θεσμός. Έχοντας περάσει στην πλευρά της πολιτικής οφείλω να είμαι προσεκτική στις διατυπώσεις και ειλικρινής στις διαπιστώσεις.
Επροσωπώ πολίτες και γίνομαι αποδέκτης μιας κοινωνικής πραγματικότητας την οποία επιχειρούμε συλλογικά μέσα από τις δημοκρατικές λειτουργίες να αλλάξουμε. Διαπιστώνω ότι η μεγαλύτερη δυσκολία είναι να αλλάξουν τα πράγματα υπέρ των πολλών, υπέρ των αδυνάμων, υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Αντίθετα, αν πρόκειται για μεγάλους ιδιωτικούς ομίλους, αν πρόκειται για πελατειακά δίκτυα σε ομόκεντρους κύκλους, αν πρόκειται για εξουσιαστές μεγάλους στα κέντρα λήψης αποφάσεων ή και μικρούς μέσα στις γειτονιές, εκεί τα πράγματα αλλάζουν ευκολότερα, υπέρ τους. Κάτι λέει αυτό για το σύστημα και την εποχή του. Κάτι συμβαίνει εδώ.
Κι επιτρέψτε μου να πω ότι αυτό είναι η τέλεια συνταγή εκφασισμού της κοινωνίας. Η απόλυτη ματαίωση, τα ατέλειωτα αδιέξοδα, η περιθωριοποίηση των εργαζομένων που αντιδρούν στην αυθαιρεσία της εργοδοσίας, ο αντίστοιχος εκφοβισμός των δημοσιογράφων που τολμούν να ερευνούν και να καταγράφουν αλήθειες, η διαρκής υποχώρηση του κόσμου της εργασίας σε κάθε του μορφή απέναντι σε κάθε μορφή κεφαλαίου, όλα αυτά προμηνύουν την τέλεια καταιγίδα. Και το ‘χουμε ξαναζήσει. Και θα το ξαναζήσουμε χειρότερα.
Τα παραπάνω συνιστούν ενδεχομένως την πιο ύπουλη και βαθιά μορφή βίας, η οποία διαχέεται και δηλητηριάζει κάθε φλέβα της κοινωνίας, φτάνοντας κάποια στιγμή στην καρδιά της. Ποιος θα κερδίσει την καρδιά της κοινωνίας; Και ποιος θα εκπαιδεύσει το μυαλό της; Με το πέρασμα του χρόνου, η δημοσιογραφία συμμετέχει και στα δύο, διαμορφώνοντας και καρδιές και συνειδήσεις.
Μια δημοσιογραφία, όμως, που υπόκειται στον δικαστικό εκφοβισμό, μια δημοσιογραφία που βλέπει το σώμα της δικαιοσύνης να μην λειτουργεί ως ανάχωμα στην αδικία, αλλά ως τροφοδότης της, είναι μια δημοσιογραφία που αργά ή γρήγορα και η ίδια θα διαχυθεί ως δηλητήριο στο κοινωνικό σώμα. Μπροστά μας, επομένως, έχουμε σοβαρές προκλήσεις, οι οποίες επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι, κατ’ αρχάς, είναι να επαναφέρουμε στοιχειώδεις φιλελεύθερες κατακτήσεις που έχουν ντε φάκτο καταργηθεί μέσα σ’ αυτό το αδιαπέραστο τείχος διαπλοκής εκτελεστικής-νομοθετικής – δικαστικής - οικονομικής εξουσίας.
Δεν ξέρω αν αντιλαμβανόμαστε οι άνθρωποι τουλάχιστον που εντασσόμαστε στον δημοκρατικό κανόνα, πόση πολλή δουλειά απαιτείται για να επανασυσταθεί η δικαιοσύνη στη θέση της δικαστικής εξουσίας.
Μετά, θα πρέπει να επαναθεμελιώσουμε το δημοσιογραφικό λειτούργημα πάνω σε σχέσεις ασφάλειας και αλληλεγγύης.
Δεν μπορεί να ασκήσει ο δημοσιογράφος τη δημοσιογραφία όπως επιτάσσουν οι κανόνες και οι πρόνοιες της δεοντολογίας, όταν αυτός ο δημοσιογράφος είναι έρμαιο εκδικητικών αγωγών, εκδικητικών απολύσεων, πλήρους απαξίωσης του παραγόμενου δημοσιογραφικού έργου, φτωχοποίησής του, πλήρους ευτελισμού της επαγγελματικής αλλά και ανθρώπινης υπόστασής του. Και με αφορμή αυτά, πιέζουμε για καλοπληρωμένες δουλειές, διασφαλισμένες θέσεις εργασίας, συλλογικές συμβάσεις.
Πιέζουμε καθοριστικά ώστε να μην κινδυνεύουν με λουκέτο αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ, επειδή τα εκδικείται η εκάστοτε κυβέρνηση. Προκρίνουμε τη δίκαιη και αξιοκρατική χρηματοδότηση των ΜΜΕ από την πολιτεία κι όχι τις διάφορες λίστες Πέτσα που συνιστούν ξεκάθαρη απόπειρα εξαγοράς συνειδήσεων. Και θα πρέπει κάποια στιγμή οι Ενώσεις να το πάρουν αλλιώς. Τι κάνει, φερ᾽ ειπείν, η ΕΣΗΕΜ-Θ για την αποψίλωση του
ενημερωτικού ρόλου στη σημερινή ΕΡΤ3;
Πώς αντέδρασαν οι Ενώσεις, όταν ο πρωθυπουργός πήρε στο γραφείο του την ΕΡΤ, το ΑΠΕ, και την ΕΥΠ, δηλαδή κάθε επίσημη πτυχή ενημέρωσης και πληροφορίας στη χώρα;
Και να απαντήσουμε, βεβαίως, στο κρίσιμο ερώτημα της εποχής: τι είναι λογικό να παρακολουθεί και να ελέγχει ο Κουκάκης τον Μητσοτάκη ή να παρακολουθεί και να ελέγχει ο Μητσοτάκης τον Κουκάκη; Ο δημοσιογράφος ελέγχει τον πρωθυπουργό ή ο πρωθυπουργός τον δημοσιογράφο;
Ξέρετε- και κλείνω με αυτό- μπορεί η μετα-δημοκρατία που ζούμε να συνιστά μια τρομακτική συνθήκη ακόμα και για τους πιο σκληρούς της δημόσιας σφαίρας (δείτε πχ πώς τα ιστορικά
Νέα αποφαίνονται με πρωτοσέλιδο τίτλο «Υποκλοπές τέλος», κατασκευάζοντας την πραγματικότητα της επόμενης μέρας).
Αλλά, υπήρξαν και χειρότερες εποχές.
Υπήρξαν χούντες και υπήρξαν καχεκτικές δημοκρατίες, για να δανειστώ τον όρο του σπουδαίου Ηλία Νικολακόπουλου, ο οποίος λείπει σήμερα κι από ‘δω.
Υπήρχε η εποχή της δολοφονίας Λαμπράκη. Και τότε, αν δεν υπήρχε δημοσιογραφία, δεν θα υπήρχε δολοφονία. Κάπως παρόμοια οι ομόκεντρες εξουσίες είχαν αποπειραθεί να πουν «Λαμπράκης τέλος».
Θυμηθείτε τον κομβικό ρόλο των δημοσιογράφων, του τρίκυκλου της δημοσιογραφίας( Βούλτεψης, Μπέρτσος, Ρωμαίος), που δεν κατέθεσαν τα όπλα κι επέμειναν να ερευνούν. Ρόλος που ήρθε να συμπληρωθεί από τον ρόλο ενός δικαστικού, κόντρα στην κατεστημένη δικαστική εξουσία που αργότερα ορκιζόταν στ’ όνομα των δικτατόρων.
Το ό,τι υπήρξαν άγριες εποχές δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να ξαναϋπάρξουν.
Είμαστε σε εγρήγορση, δεν αφήνουμε τα δημοκρατικά μας αντανακλαστικά να φθίνουν. Κι ας μην θεωρούμε αυτονόητο κι εύκολο το να μιλάμε για όλα αυτά. Θέλει πολλή πίστη και πολλή έρευνα για να μπορέσουμε να καταλάβουμε πρώτα απ’ όλα εμάς τους ίδιους.
Στο τέλος, θα οδηγηθούμε στο πιο πολύτιμο ίσως συμπέρασμα. Θα καταλάβουμε πως σ’ αυτόν τον αγώνα δεν είμαστε μόνοι. Απέναντι σε κάθε απειλή, επίθεση και βία, είμαστε πολλοί και είμαστε δυνατοί.
Σας ευχαριστώ
Ακολουθεί τη λινκ με το βίντεο της ομιλίας:
https://www.youtube.com/watch?v=kRkU3pw7VSg&t=927s