Έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιουλίου 2021, μετά από άνιση μάχη δεκαπέντε ημερών στην εντατική, ο Θανάσης Λεμονίδης, πατέρας της συζύγου μου, μουσικός, καταστηματάρχης, οικεία φιγούρα στην καθημερινή ζωή της Ξάνθης. Είναι τεράστιο το σοκ από την αιφνίδια και καταιγιστική ροή των γεγονότων που οδήγησαν στο μοιραίο τέλος. Είχα την ευκαιρία να ζήσω αρκετά κοντά του τα τελευταία χρόνια κι έτσι αισθάνομαι πως μπορώ τη στιγμή ετούτη να καταθέσω κάποια πράγματα για το πρόσωπό του.
Ο Θανάσης Λεμονίδης ήταν τυπικός εκπρόσωπος της γενιάς εκείνης που γεννήθηκε ή ανδρώθηκε σε πολύ δύσκολα χρόνια και κατάφερε να σταθεί στα πόδια της κυριολεκτικά από το μηδέν – όλοι όσοι γεννηθήκαμε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 γνωρίζουμε σίγουρα τέτοιες περιπτώσεις από το οικείο μας περιβάλλον. Γεννημένος το 1944, ο ίδιος υπήρξε ένα παιδί του πολέμου, που βίωσε στο πετσί του την τραχιά, αδυσώπητη πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας – ας μου επιτραπεί να τον εντάξω και αυτόν (και τους συνομηλίκους του) στη «δρακογενιά», όρο που χρησιμοποιείται συνήθως για την αμέσως προηγούμενη φουρνιά, εκείνη που ανδρώθηκε και πρόλαβε, σε πολλές περιπτώσεις, να πρωταγωνιστήσει στην πολυτραυματική δεκαετία του 1940. Μέσα από απερίγραπτες στερήσεις κατάφερε να οικοδομήσει σε γερές βάσεις τη ζωή του, πρώτα με τις πενιές του μπουζουκιού, οργάνου που έμαθε –και λάτρεψε– μέσα σε πολύ δύσκολες, σχεδόν μυθιστορηματικές συνθήκες, κι αργότερα με την πολυετή και επιτυχημένη ενασχόλησή του με το εμπόριο.
Οι βραδιές που έπαιζε στο «Πανόραμα», ξανθιώτικο κοσμικό κέντρο άλλων εποχών, έχουν αποκτήσει για μένα χαρακτήρα μύθου, έτσι όπως τις «γνώρισα» μέσα από φωτογραφίες και περιγραφές. Ομοίως και διάφορα ορόσημα της ζωής του στα οποία συχνά επανερχόταν στις κουβέντες του.
Άνθρωπος ακέραιος, με ιδιαίτερο χαρακτήρα και χιούμορ, είχε πάντα τον τρόπο να κερδίζει την εκτίμηση και τον σεβασμό όλων όσων τον συναναστρέφονταν στην κοινωνία της μικρής πόλης. Λάτρεψε χωρίς φειδώ τη γλυκύτατη κυρία Μαρία, συνοδοιπόρο στη ζωή και τον μόχθο του, και τα εκλεκτά του παιδιά, τον Σωτήρη και την Έλλη, των οποίων τις χαρές διαλαλούσε με περισσή υπερηφάνεια στον κοινωνικό του περίγυρο. Πρόλαβε, ευτυχώς, να γευτεί και μια τελευταία μεγάλη χαρά, με τον ερχομό στη ζωή του εγγονού του τον Μάρτιο του 2020. Τις ίδιες περίπου μέρες με εκείνα τα γεννητούρια, ο ιστορικός Δημήτρης Σταματόπουλος, εκλεκτός συνάδελφος της Έλλης, είχε γράψει, σχολιάζοντας κάποιες χρονικές συμπτώσεις αναφορικά με το φευγιό του Μανώλη Γλέζου, ότι «αυτοί της δρακογενιάς […] επιλέγουν και το πώς θα ζήσουν και το πώς θα πεθάνουν». Πώς να μην σκεφτώ το ίδιο και για τον αγαπημένο κύριο Θανάση; Με τους γιατρούς να τον θεωρούν ξεγραμμένο από τις πρώτες κιόλας ώρες της νοσηλείας του και να μιλούν για ζήτημα ωρών ή ημερών, εκείνος βρήκε τον τρόπο να τους διαψεύσει, περιμένοντας, πριν από το οριστικό αντίο, να βαπτιστεί με το δικό του όνομα ο εγγονός του την προπαραμονή του φευγιού του και να συμπληρωθούν τα πενήντα χρόνια έγγαμου βίου με τη Μαρία την αμέσως επόμενη ημέρα.
Σκέφτομαι πως δεν θα ξανακάνει τα καθημερινά του αστειάκια με τον γιο μου, πως δεν θα μου ξαναπροτείνει να ανοίξουμε μια μπύρα στο μεσημεριανό τραπέζι και δυσκολεύομαι να το αποδεχθώ – αλλά την ειμαρμένη, πώς μπορεί κανείς να την αντιπαλέψει; Θα ήθελα να τον αποχαιρετήσω με το «Εμείς που μείναμε» ή ίσως και με την «Αθανασία». Εκείνος με απόλυτη βεβαιότητα θα προτιμούσε το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» του αγαπημένου του Στέλιου Καζαντζίδη – πόσες φορές μου έλεγε πόσο θαύμαζε τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου σε αυτό το τραγούδι… Θα προτιμήσω, ωστόσο, τη «Δραπετσώνα» – κάτι δηλαδή σαν «άσμα ασμάτων» για τον ίδιο. Ρίχνε κι εκεί που πας τις πενιές σου, αγαπημένε κύριε Θανάση.
Χρήστος Αποστολόπουλος
* Το κείμενο αυτό γράφτηκε το βράδυ της 6ης Ιουλίου,
παραμονή του οριστικού αποχαιρετισμού στον πεθερό μου. Η απουσία του Θανάση Λεομονίδη
είναι ολοένα και πιο αισθητή.Και κάθε μέρα μας λείπει και περισσότερο...