Eλλειψη ισχύος τις πρώτες κρίσιμες στιγμές εκδήλωσης των πυρκαγιών, ανυπαρξία ουσιαστικής διαχείρισης των δασών με απομάκρυνση επικίνδυνων υλικών και πυρόσβεση μόνο από αέρος και μέσω... τηλεόρασης.
Αυτά είναι, σύμφωνα με έμπειρους δασολόγους, τα κεντρικά χαρακτηριστικά της αντιμετώπισης που εφαρμόζει το κράτος τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά μετά το 1998 που την κεντρική ευθύνη ανέλαβε η Πυροσβεστική οδηγώντας σε αποψίλωση της Δασικής Υπηρεσίας και μετατροπή της σε γραφειοκρατικό μηχανισμό.
Η Πανελλήνια Ενωση Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ) εξέδωσε χθες ανακοίνωση ζητώντας «αλλαγή τώρα του νομικού πλαισίου για την αντιπυρική προστασία των δασών». «Οπως όλοι οι πολίτες της χώρας, αγανακτούμε βλέποντας δάση και περιουσίες να γίνονται στάχτες και ανθρώπινες ζωές να χάνονται και τον κρατικό μηχανισμό εξουδετερωμένο να μην μπορεί να σηκώσει το βάρος της διαχείρισης του προβλήματος ή να καταφεύγει στην επικοινωνιακή αναφορά στατιστικών του αρμόδιου υφυπουργού Πολιτικής Προστασίας για να δικαιολογήσει την παρουσία του», αναφέρει η ΠΕΔΔΥ.
Οι δασολόγοι χαρακτηρίζουν τον Νίκο Χαρδαλιά «επιεικώς ανεπαρκή», αλλά εντοπίζουν τις δυσκολίες αποτελεσματικής διαχείρισης βαθύτερα: στο επιχειρησιακό δόγμα του Πυροσβεστικού Σώματος και τον τρόπο οργάνωσης λειτουργίας του που εξαρτάται υπερβολικά από την εναέρια πυρόσβεση και υποφέρει από κακό συντονισμό.
Πόρισμα του 2007
Η ΠΕΔΔΥ θεωρεί υποχρέωσή της να ζητήσει από την κυβέρνηση να σεβαστεί το συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών για την προστασία των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος που «στην πραγματικότητα έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους», αλλά «και την υποχρέωση της πολιτείας να οργανώσει τον κρατικό μηχανισμό».
Θυμίζουν μάλιστα ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός είναι ενήμερος των προβλημάτων, καθώς ήταν πρόεδρος της Μόνιμης Επιτροπής της Βουλής, η οποία μετά τις καταστρεπτικές πυρκαγιές του 2007 εκπόνησε πόρισμα το οποίο σαφέστατα περιέγραφε «την ανάγκη αναθεώρησης του επιχειρησιακού σχεδιασμού με πλήρη αναθεώρηση του νόμου 2612/1998 που εκ των αποτελεσμάτων απέτυχε». «Η κοινωνία μας έχει πληρώσει πολύ ακριβά την λανθασμένη απόφαση της κυβέρνησης του 1998 που διαχώρισε το αντικείμενο της πρόληψης από την καταστολή των πυρκαγιών. Το λάθος δεν πρέπει να συνεχιστεί», καταλήγει η ΠΕΔΔΥ.
«Ολοι οι πολίτες περιμένουν πότε θα πετάξουν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα. Η πυρόσβεση κατάντησε να γίνεται από αέρος και από τις τηλεοράσεις», μας εξηγεί ο πρόεδρος της ΠΕΔΔΥ Νικήτας Φραγκισκάκης. Θεωρεί βασικό και ενδεικτικό λάθος το φαινόμενο να αναζωπυρώνονται πυρκαγιές, οι οποίες υποτίθεται έχουν τεθεί υπό έλεγχο, όπως έγινε και με τη Βαρυμπόμπη.
«Δεν υπάρχει άμεση καταστολή στην πρώτη περίοδο εκδήλωσης και πρόληψη μέσω της διαχείρισης του δάσους», συνεχίζει ο κ. Φραγκισκάκης: «Οταν την ευθύνη είχε η Δασική Υπηρεσία, οργάνωνε συνεργεία δασοπυρόσβεσης με μόνιμο προσωπικό και εκτάκτους που προσλάμβανε κάθε χρόνο από την κάθε ευαίσθητη περιοχή. Παίρναμε κόσμο από τα γύρω χωριά, ανθρώπους που ξέραν τα κατατόπια, τα περάσματα, τις οδούς διαφυγής. Αποτελούσε έγκλημα και πειθαρχικό παράπτωμα να αναζωπυρωθεί φωτιά που είχαμε θέσει σε έλεγχο. Ετσι, αποφεύγαμε τις πυρκαγιές μεγάλης διάρκειας, που βλέπουμε τώρα όλο και συχνότερα, οι οποίες σβήνουν μόνον όταν εξαντληθεί εντελώς η καύσιμη ύλη. Δίναμε μάχη μέσα στο δάσος, δεν περιμέναμε τη φωτιά στον οικισμό όταν πια είχε αποκτήσει ανεξέλεγκτη ισχύ».
Με τον τρόπο αυτόν, τονίζει ο πρόεδρος των δασολόγων, εκπαιδεύτηκε ένας ολόκληρος κόσμος να περιμένει τη σωτηρία μόνον από τα εναέρια μέσα. Ομως, «αεροπλάνα και ελικόπτερα είναι χρήσιμα μόνο για πλήγματα στο μέτωπο της πυρκαγιάς που κινείται με ταχύτητα και τίθενται εύκολα εκτός μάχης όταν πέφτει το σκοτάδι ή όταν επικρατούν αντίξοες συνθήκες είτε στη στεριά (πολύ υψηλές θερμοκρασίες, όπως τώρα με τον καύσωνα) είτε στη θάλασσα από την οποία ανεφοδιάζονται. Εγκαταλείφθηκε η εργασία αναχαίτισης και καταστολής που μπορούν να κάνουν τα πεζοπόρα τμήματα μέσα στο δάσος δουλεύοντας μέρα αλλά και νύχτα στα όρια μεταξύ καμένου-άκαυτου, απομακρύνοντας καύσιμη ύλη και σβήνοντας τις μικρές εστίες. Τώρα, παρατηρείται το φαινόμενο να έρχονται πυροσβέστες στην Αττική από τη Λάρισα και τα Τρίκαλα, που μπορεί να μην έχουν ιδέα για το ανάγλυφο και τις ιδιαιτερότητες της περιοχής.
Η Δασική Υπηρεσία δεν έχει μόνον αποψιλωθεί από προσωπικό, αλλά παραμερίζεται και κάθε πρωτοβουλία της. Ζήτησε χρηματοδότηση 17 εκατομμυρίων για εργασίες διαχείρισης δασών και της εγκρίθηκαν μόλις 1,7 εκατ. Ομως, για την Πολιτική Προστασία βρέθηκαν άνετα 18 εκατομμύρια και ανέθεσε με κατεπείγουσες διαδικασίες εργασίες στα περιαστικά δάση. Το Δασαρχείο Θεσσαλονίκης ζητούσε 1,2 εκατ. για εργασίες καθαρισμού σε 7.500 στρέμματα στο Σέιχ Σου, αντί αυτού δόθηκαν με απευθείας ανάθεση από την Πολιτική Προστασία 1,7 εκατ. για 3.000 στρέμματα», επισημαίνει ο Ν. Φραγκισκάκης.
Ενιαίο Σώμα
Σύμφωνα με τον δόκτορα Ελευθέριο Σταματόπουλο, δασολόγο-περιβαλλοντολόγο μελετητή, υπάρχουν δύο απόψεις: «Σύμφωνα με τη μία, που φαίνεται να αποδέχεται το κράτος τα τελευταία χρόνια, μια δασική πυρκαγιά είναι όπως κάθε άλλη φωτιά, ένα θερμικό φορτίο, άρα το αναθέτουμε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία. Προσωπικά, είμαι υπέρ της άλλης άποψης που θεωρεί ότι η δασική πυρκαγιά απαιτεί μια ολοκληρωμένη διαχείριση που ξεκινά τον χειμώνα. Ενα Ενιαίο Σώμα που ακολουθώντας συγκεκριμένα σχέδια ασχολείται να ανοίγει αντιπυρικές ζώνες απομακρύνοντας σχολαστικά την καύσιμη ύλη στις δύο πλευρές.
Ταυτόχρονα, οργανώνει και συντηρεί υψηλά πυροφυλάκια για να έχει άμεση εποπτεία – θα αρκούσαν 100 τέτοια πυροφυλάκια να καλύπτουν όλη την επικράτεια αρκεί να βρίσκονται σε καίρια σημεία και να είναι σωστά επανδρωμένα. Το ζητούμενο από εκεί και πέρα είναι η ευχέρεια άμεσων κινήσεων με ευέλικτα μικρά οχήματα για την «πρώτη πλήξη» κατά της πυρκαγιάς την ώρα που ξεσπά. Εάν περιμένουμε να εμφανιστούν τα εναέρια μέσα για να πέσει το πρώτο νερό, το παιχνίδι έχει χαθεί. Αεροπλάνα και ελικόπτερα είναι πολύ χρήσιμα ως βαρύ πυροβολικό στα μέτωπα εφόσον όμως έχει ξεκινήσει έγκαιρα η μάχη μέσα στο δάσος για να μην υπάρχουν αναζωπυρώσεις στα μετόπισθεν. Και φυσικά η Πυροσβεστική Υπηρεσία μπορεί να συνεχίσει τη σημαντική δουλειά, προστατεύοντας τους οικισμούς. Το κρίσιμο θέμα είναι όμως το αν η φωτιά θα φτάσει στον οικισμό γιγαντωμένη ή εξασθενημένη», καταλήγει ο κ. Σταματόπουλος.
Φωνάζουν άραγε τώρα οι δασολόγοι για να πάρουν το αίμα τους πίσω, επειδή έχασαν θέσεις και αξιώματα όταν ανέλαβε την κεντρική ευθύνη η Πυροσβεστική Υπηρεσία, το 1998; Αυτό δεν αποκλείεται, αλλά επισήμως όλοι μιλούν για την ανάγκη ενός Ενιαίου Σώματος που να συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις και να μην καταρρέει όποτε εμφανίζονται ταυτόχρονα δύο-τρεις μεγάλες πυρκαγιές σε διαφορετικά σημεία της χώρας. Πάντως, υπάρχουν και αρκετοί δασολόγοι που έχουν μια χαρά «βολευτεί» με την κατάσταση της τελευταίας εικοσαετίας, ασχολούμενοι με τη γραφειοκρατία των δασικών χαρτών και την έκδοση αποφάσεων χαρακτηρισμών με σημαντικό οικονομικό περιεχόμενο. Η όλη υπόθεση έχει όμως και άλλες σκοτεινές πτυχές:
● Το πανάκριβο «παιχνίδι» με τα εναέρια μέσα, οι μισθώσεις των οποίων κοστίζουν σχεδόν 350 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
● Οι μάχες για τα γαλόνια των πυροσβεστών όπως βγαίνουν κατά καιρούς στην επιφάνεια με αφορμή τραγικές εξελίξεις. Πολλοί ανακαλούν στη μνήμη πώς ξέφυγε η φωτιά που έκαψε το 2007 τον εθνικό δρυμό της Πάρνηθας όταν ο τοπικός δασάρχης και ο τοπικός διοικητής της Πυροσβεστικής είχαν οργανώσει τον τρόπο ανακοπής της φωτιάς, αλλά έχασαν τ μάχη επειδή εμφανίστηκαν στο πεδίο οι τότε ανώτατοι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής ζητώντας αναφορές και δίνοντας αλλοπρόσαλλες εντολές.
● Τα οικονομικά οφέλη που θα προέκυπταν από την απομάκρυνση της καύσιμης ύλης πριν από το καλοκαίρι και τη διάθεσή της στην βιομηχανία για πέλετ και αντίστοιχα προϊόντα.
● Την εποπτεία που μπορεί να έχει οργανωμένο σώμα δασοφυλάκων με παρουσία χειμώνα-καλοκαίρι μέσα στα δάση. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι πολλές φωτιές ξεσπούν όταν καλλιεργητές χασισοφυτειών βάζουν φωτιές όταν αντιληφθούν ότι η δραστηριότητά τους έχει εντοπιστεί.